κιτρινιάρης, -άρα, -άρικο

κιτρινιάρης, -άρα, -άρικο
κιτρινιάρης, -α, -ικο αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, αρρωστιάρης: Μας κάνει τον καμπόσο, ο κιτρινιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζαγανιάρης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 53 κάτ.) της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * και ζαγγανιάρης, άρα, άρικο καχεκτικός, κιτρινιάρης, αρρωστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγανάς + κατάλ. ιαρης (πρβλ. κουλτουρ ιάρης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”